Τί σημαίνει για την Ελλάδα η ήττα Ερντογάν;

Στις εκλογές της Κυριακής ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν υπέστη την πρώτη του σοβαρή πολιτική ήττα εδώ και 17 χρόνια. Είναι μια ήττα διαχειρίσιμη μεν καθώς ο Ερντογάν παρά την απώλεια της Κωνσταντινούπολης, της Αγκυρας και της Σμύρνης διατηρεί την εκλογική κυριαρχία του στο σύνολο της χώρας, είναι όμως και μια ήττα με βαθιές, δομικές αιτίες που μπορεί να εκθρέψει – μακροπρόθεσμα έστω – σπίθες αμφισβήτησης του «προεδρικού κράτους» του. Ως εκ τούτων, το ερώτημα που απασχολεί ήδη την ελληνική διπλωματία είναι εάν και πώς η ήττα αυτή μπορεί να καθορίσει στο εξής στις σχέσεις της Τουρκίας με την Δύση αλλά και στα ελληνοτουρκικά.

Οι απαντήσεις δεν είναι εύκολες, ούτε με τα ισχύοντα δεδομένα, υπάρχουν προσδοκίες στην Αθήνα για άμεση αλλαγή της επιθετικής ρητορικής – τουλάχιστον – της Τουρκίας. Το βέβαιο ωστόσο είναι πως ο Ερντογάν είναι πλέον αντιμέτωπος με μια πολύ καθαρή πραγματικότητα: Το «ισλαμικό θαύμα» της ευμάρειας και του τετραπλασιασμού του τουρκικού ΑΕΠ μέσα σε μια δεκαετία, πάνω στο οποίο έχτισε την ηγεμονία του, δεν υπάρχει πια. Και ο νεο-αναθεωρητισμός που επιστράτευσε για να αντισταθμίσει το τέλος του τουρκικού οικονομικού «θαύματος» δεν απέδωσε, είτε διαγκωνιζόταν σε εθνικιστικές κορόνες με τους συμμάχους του Γκρίζους Λύκους, είτε διακήρυττε ότι «θα κάνει τζαμί την Αγια Σοφιά».

Κοινώς, ο Ταγίπ Ερντογάν της προεκλογικής περιόδου έπαιξε το χαρτί του μεγαλοϊδεατισμού κόντρα στην οικονομική κρίση και δεν του βγήκε. Ηταν, ούτως ή άλλως, εξ αρχής ένα αφήγημα που πολύ δύσκολα θα μπορούσε να περάσει στα μεσαία και ανώτερα οικονομικά και μορφωτικά στρώματα των τουρκικών αστικών κέντρων. Η τουρκική λίρα πέρσι κατέρρευσε κατά 30%, από τις αρχές του χρόνου έχει χάσει άλλο ένα 7% της αξίας της, ο πληθωρισμός τρέχει με 20% και οι καταθέσεις σε ξένο νόμισμα έσπασαν όλα τα ρεκόρ το τελευταίο εξάμηνο φθάνοντας στα 28 δις δολάρια.

Ενώπιον αυτών των δεδομένων, έλληνες και ξένοι διπλωμάτες και αναλυτές θεωρούν ότι ο Ερντογάν έχει δύο επιλογές. Η μία είναι εκείνη της realpolitik: Η επιχείρηση αποκατάστασης των σχέσεων με την Δύση και τις ΗΠΑ και η – με όρους διπλωματικού γοήτρου έστω – επαναπροσέγγιση με την Ευρωπαϊκή Ενωση.

«Η ‘Αγκυρα χρειάζεται δυτικά κεφάλαια πιεζόμενη από τις συνεχείς υποβαθμίσεις των οίκων αξιολόγησης», λέει χαρακτηριστικά στο Αθηναϊκό Πρακτορείο ο διευθυντής Ερευνών του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων Κωνσταντίνος Φίλης, προσθέτοντας: «Η οικονομία της είναι ευάλωτη, εξαρτημένη από τις εισαγωγές, τις διακυμάνσεις του δολαρίου και τις ευρωπαϊκές επενδύσεις (το 2017 σχεδόν το 70% των άμεσων ξένων επενδύσεων προήλθαν από ευρωπαϊκά κεφάλαια) και τα μεγαλεπήβολα σχέδια του προέδρου της κινδυνεύουν να μείνουν στα χαρτιά. Επακόλουθα, ο Ερντογάν αντιλαμβάνεται ότι υπό συνθήκες ρήξης με τους δυτικούς του εταίρους στερείται της αναγκαίας στήριξης για να επαναφέρει την οικονομία σε μία σχετική κανονικότητα και να αποφύγει κοινωνικές και πολιτικές αναταράξεις». Μια τέτοια στροφή θα μπορούσε να σημαίνει και άμβλυνση των γραμμών έντασης με την Ελλάδα, με διατήρηση ενδεχομένως των υψηλών τόνων προς εσωτερική κατανάλωση αλλά χωρίς ρίσκα πρόκλησης θεσμών καταστάσεων στο Αιγαίο.

Στον αντίποδα όμως, υπάρχει και το ενδεχόμενο της «πολιτικής της φόρτισης και του συναισθήματος», το οποίο δεν υποτιμάται ούτε από την Αθήνα, ούτε από την Δύση. Ο Ταγίπ Ερντογάν έχει δείξει ότι είναι βαθιά καχύποπτος απέναντι στην Δύση, άρα κάθε επιχείρηση προσέγγισης θα υπονομεύεται από την θεωρία της παγκόσμιας συνωμοσίας εναντίον του. Πέραν τούτου, ακόμη και από θέση αδυναμίας, έχει επίσης αποδείξει πως ποτέ δεν πρόκειται να δώσει κάτι χωρίς να πάρει. Αρα, μια πρόσθετη ανησυχία και για την ελληνική πλευρά μπορεί να είναι κάθε επιχείρηση επανασύνδεσης με την Δύση ενδέχεται να εμπεριέχει και παραχωρήσεις προς την Τουρκία σε θέματα εξαιρετικά κρίσιμα για την Αθήνα – είτε αυτά είναι τα ενεργειακά, είτε το κυπριακό…

Σχετικά Άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

* Το email σας δεν θα εμφανιστεί